- προνοητικοῦ
- προνοητικόςprovidentmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προνοητικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού προνοητικού ή η ικανότητα τού να προνοεί κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προνοητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ηρ. Ραφτάνη] … Dictionary of Greek
προνοητικότητα — η η ιδιότητα και η ικανότητα του προνοητικού, η προβλεπτικότητα, η έγκαιρη φροντίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)